κορυφώσει

κορυφώσει
κορύφωσις
apex
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κορυφώσεϊ , κορύφωσις
apex
fem dat sg (epic)
κορύφωσις
apex
fem dat sg (attic ionic)
κορυφόω
bring to a head
aor subj act 3rd sg (epic)
κορυφόω
bring to a head
fut ind mid 2nd sg
κορυφόω
bring to a head
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μουρ, Ρότζερ — (Roger Moore, Λονδίνο 1927 –). Άγγλος ηθοποιός. Σπούδασε στο RADA του Λονδίνου και στο πέρασμα των χρόνων έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους πρωταγωνιστές της μεγάλης και της μικρής οθόνης. Ψηλός, αρρενωπός και με χαρακτηριστική ειρωνεία στο… …   Dictionary of Greek

  • Νουαρέ, Φιλίπ — (Philippe Noiret, Λιλ 1930 –). Γάλλος ηθοποιός. Με μάλλον σκληρά χαρακτηριστικά προσώπου αλλά μελαγχολικά μάτια έγινε διάσημος ερμηνευτής στην πατρίδα του ξεκινώντας με μια ολόκληρη δεκαετία στο Theatre Nationale Populaire στο Παρίσι κάνοντας το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”